- καταβρεχέσθω
- καταβρέχωdrenchpres imperat mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεμπάσσω — ΜΑ πασπαλίζω επιπροσθέτως («καταβρεχέσθω οἴνῳ... προσεμπασσόμενον ἀλεύρου», Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπάσσω «ραίνω, πασπαλίζω»] … Dictionary of Greek